Γράφει ο Ηλίας Τσάκαλος.
Παναγιωτιάδες ή Ένα παραμύθι της εξοχής για τα δικά μας βάσανα
Είναι αφιερωμένο σε αυτόν τον άνθρωπο που αγάπησα με την ψυχή μου και μέσω αυτού σε όλο τον κόσμο που δεν μασάει τσίχλα και ξέρει πως στην «Ευρώπη και την χρεωκοπία» μας χώσανε βαθειά οι Παναγιωτιάδες.
Σήμερα θα σας διηγηθώ ένα παραμύθι της εξοχής που το χρωστάω σε ένα δικό μου, κατά δικό μου, άνθρωπο.
Τον άνθρωπο αυτόν δεν τον γέννησε η μάνα μου, αλλά η βαβά μου και συνεπώς τον είχα μπάρμπα.
Όταν λοιπόν πετύχει και μοιάζεις στα μυαλά με άνθρωπο που τον έκαμε η βαβά σου κινδυνεύεις να πάθεις ό,τι έπαθα εγώ και αυτός. Του μιλάς στον ενικό πάντα, τον κοιτάζεις στα μάτια, τον θεωρείς συνομήλικο, του λες ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι, παίζει μαζύ σου μέχρι τα βαθειά γεράματα και σε βλέπει, ακόμα και όταν είναι στραβός κι από τα δύο μάτια.
Το πρώτο–πρώτο πράμα που σε μαθαίνει είναι τις απλούστατες χαρές της ζωής που είναι και οι πιο όμορφες.
Πάνε πολλά χρόνια και ο μπάρμπας μου θέλησε να με μάθει να κλαδεύω για να βλέπω ακόμα και το χέρι εκείνου που περιποιούνταν αμπέλι και έτσι να μην μπορεί να μου λέει ό,τι του καπνίσει ο κάθε λογής ψευδομάρτυρας στα προσωρινά μέτρα.
Κοντά στο Πάσχα, Παρασκευή βράδυ, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε:
-Αύριο λέω να πάω στου Κακονύχτ΄ να κλαδέψω τ΄ αμπέλι τ΄ς μάνας σ΄. Δεν αφήν΄ς τα νιτερέσα τ΄ κόσμου και να ΄ρτεις να πάμε για να μάθ΄ς πράματα που δεν πλερώνονται και δεν τα γράφ΄νε τα βιβλία;
Ήξερε ότι πετάω την σκούφια μου για να είμαι μαζύ του, να κάθομαι να κουβεντιάζω, να μου λέει χίλια δυό πράματα και να μου δίνει ορμήνιες και να μου εξηγεί όλη την πλάση μέσα από παραβολές, παραμύθια, ιστορίες, αληθινές και ψεύτικες.
-Πού θα πάμε; Έχει ένα διάολο ανήφορο και είμαι σα βαένι, άσε π΄ καπνίζω κιόλα.
Τον κέντησα σε ό,τι τον ενοχλούσε, το κάπνισμα και το φαΐ, για να μου πει όσα είχα ανάγκη να ακούσω.
-Να 'ρτεις να πάμε και να τα ΄φήκεις αυτά. Θα πας και θα γυρίσεις καβάλα.
-Δεν έρχομαι, θα με βάλεις στο μουλάρ΄ π΄ δε μπορώ να σταθώ στο σαμάρι τ΄ για να με κοροϊδευ΄ς και να με λες γραμματισμένο γενίτσαρο.
-Ωρ΄ έλα απάν΄ θαμπά και πάρε τ΄ φοράδα σύ.
Το 'βαλα στα γέλια, γέλασε κι αυτός με την καρδιά του και μου ΄πε ό,τι συνήθιζε σε τέτοια περίπτωση:
- Ωρ΄ έχεις το διάολο ολόρτο. Γιαυτό και σε θέλω παρέα μ΄.
Ότι κλείσαμε το τηλέφωνο, η γυναίκα μου με κοίταξε στα μάτια και μου πε.
-Ξέρω, αύριο θα πας στο χωριό για κλάδο με τον μπάρμπα Φώντα. Τα σκουτιά σου και ό,τι παίρνεις κοντά σου θα στα έχω έτοιμα απ΄ τα ΄πόψε.
Ό,τι έπαιρνα κοντά μου ήταν ο ντρουβάς από πράσινο καραβόπανο που μου είχε φκιάσει ο μπάρμπα Γιάννης ο Καλυβιώτης για να τον θυμάμαι, που μέσα είχε το παγούρι μου, την ψαλίδα μου, τον σαγανά μου, το σουγιά μου και ένα αναπτήρα Ζίπο για χρεία-ανάγκη. Τα σκουτιά μου ήτανε ένα παλιοπουκάμισο, μια μπλούζα μάλλινη, ένα μαλλινοβράκι, η σκούφια μου και ο σουρτούκος μου.
Όλα αυτά ήταν την άλλη μέρα το πρωΐ θαμπά στην θέση τους. Ντύθηκα. Έβαλα τη σκούφια μου. Καμάρωσα στον καθρέφτη που έμοιαζα με άνθρωπο κι ας ήμουν ασπρουλιάρης τζιτζιφιόγκος. Ήπια τον καφέ μου, κάπνισα και ένα τσιγάρο πεντάμορφη σκέτο, σέρτικο, μερακλίδικο και πήρα το αυτοκινητάκι μου για το χωριό.
Ο μπάρμπας μου είχε σηκωθεί νύχτα και είχε ετοιμάσει τα ζώα. Ότ΄ αγροίκησε το αυτοκίνητό μου που σταμάτησε και το βήμα μου στα Περνάρια, τράβηξε και πήγε κι άρμεξε τη γίδα και μόλις έμπαινα στην αυλή του σπιτιού έφτασε ξωπίσω μου με το γάλα. Φώναξε στην θειά μου να φέρει το σουρωτήρι το ψιλό «για να σουρώσει το παιδί το γάλα» και τη σκουτέλα.
-Έλα πιες το, μου είπε, πιες το να φύγουμε πριν μας πάρει ο ήλιος.
Από μικρό παιδί έτσι μου άρεσε να πίνω το γάλα από τη γίδα, να μου το δίνει η βαβά μου κι αποκοντά η θειά μου και δεν πα να πήγα σε εκατό Πανεπιστήμια που λέγανε για μελιταίους πυρετούς και τέτοια κουραφέξαλα, εγώ δεν τα λογάριαζα αυτά, γιατί τα χέρια που μου το δίνανε τα αγαπούσα και μοσκοβολάγανε και πέρα από αυτό πίστευα ότι μ΄ αυτό το γάλα εξ άλλου μεγάλωσα και κατάλαβα τον κόσμο. Άσε που η ευωδιά του περναριού ήταν άλλο πράμα και εκείνη η αφρή ... . Ας τους κι ας λένε για μελιταίους αυτοί οι έξυπνοι, σκεφτόμουνα πάντα.
Ήπια το γάλα μου και καβαλήσαμε τα πράματα, τη φοράδα εγώ και το μουλάρι ο μπάρμπας μου, και πιάσαμε τον ανήφορο για το αμπέλι.
Ότι ανεβήκαμε στην παλιά στράτα που μας πήγαινε στους Σφακιώτες κι από κει στην Χώρα, έπιασα να πω του μπάρμπα μου για την επικαιρότητα, την ΕΟΚ τότε και τι πρόκειται να συμβεί, και τον ρωτούσα με αγωνία να μου πει τη γνώμη του κι αυτός που ήταν πολύ μορφωμένος, πόλεγε και η αδερφή του, γιατί κάθισε στον πάγο του Μεταξά και έκανε και στο ΕΑΜ εισαγγελέας.
Έκανε πως δεν άκουγε και ύστερα από κάμποση ώρα μου είπε:
-Ανάγκασε κι ας τα παιγνίδια, γιατί θα μας πάρ΄ ο γήλιος με τις κ΄βέντες. Οι κ΄βέντες έχ΄νε την ώρα τους. Τράβα τον κατρουμά και βάρει τ΄ φοράδα να πάει ογλήγορα και άσε την κ΄βέντα τ΄ καφενείου.
Με τα πολλά φτάσαμε στ΄αμπέλι. Κατεβάσαμε τα πράγματα από τα ζώα. Τα ξεσαμαρώσαμε και τα αφήσαμε λυτά στο ραχούλι να βοσκήσουνε. Εμείς κρεμάσαμε τους ντρουβάδες μας στο περνάρι, αφού είχαμε βγάλει τις ψαλίδες και το σαγανά μας. Πιάσαμε και ξεκινήσαμε από την μεγάλη σκάλα στον πάτο. Αυτός στην απάνω μεριά και εγώ στην ποδαριά και περπατάγαμε την σκάλα από την μια μεριά στην άλλη. Παράλειψα να σας πως ότι στην αρχή πήγα κοντά του για να δω πώς κλαδεύει. Σταμάτησε και μου πε:
-Πιάσε την ποδαριά και κλάδευε.
-Δε θα με μάθεις δα;
-Όχι. Να πιάσεις απ΄ τον πάτο και κάμε ό,τ΄ θέλεις.
-Άσε με να δω.
-Δε βλέπ΄ς. Ό,τ΄ ήτανε να δεις τόδες. Ο παππούλης σ΄ σ΄ έπαιρνε κοντά τ΄ στ΄ν εξοχή, άρα έχεις δει και ξέρ΄ς!! Αποκοντά θα κοιτάς τι κάμανε οι άλλοι, οι προηγούμενοι απά στο κλήμα.
Βλέποντας ότι δεν κάνω τίποτα έπιασα και κλάδευα με ό,τι θυμόμουνα από τον παπούλη μου παιδί και ό,τι χώριζα απάνω στο κλήμα από τα προηγούμενα κλαδέματα.
Φύγαμε από τη σκάλα, πιάσαμε τα σκαλιά τα ίσα απάνω, έγειρε ο ήλιος κατά τον Καραβιά και μεσημέριασε για τα καλά χωρίς να το καταλάβουμε.
-Ε λεβέντ΄, κάμε κάτ΄ κατά το περνάρ΄, να πάρ΄με λίο ψωμί.
Κατάλαβα, ήρθε η ώρα της κουβέντας και των μεγάλων αναλύσεων. Τρώγοντας και κουβεντιάζοντας δουλεύει το μυαλό, μόλεγε.
Κατέβασε το ντρουβά του από το περνάρι, έβγαλε την μπόλια με το φαΐ από μέσα, έβγαλε το κολοκύθι με το κρασί, το μικρό το μπουκάλι με το ξύδι, το άλλο με λάδι από μαυρολιές, άνοιξε την μπόλια και την άπλωσε σε μια πέτρα που την είχε φκιαγμένη ξεματοχινά ο προπάππος μας ο Γιαννάκης ο Μανθιάτος, που έβαλε το αμπέλι για να τρώει αυτός και μεις κι οι άλλοι οι κατοπινοί.
Εκεί να δεις καλούδια. Ψωμί από της θειάς μου τα χέρια να μοσκοβολάει. Τυρί από την γίδα λύσσα. Ελιές ψιλές μαυρομάτες κολυμπάδες. Κρεμμύδι ξερό. Δυό αυγά από τις κότες. Όλα τα καλά του Θεού. Ό,τι απόσωσε την ιεροτελεστία, μου είπε :
-Κόπιασε. Αυτά μας έδωκε ο Θέος, αυτά θα φάμε. Τα άλλα είναι για τους κοιλαράδες που μας βάλανε στην ΕΟΚ.
Εκείνη την ώρα ήρθε στο νού μου η κουβέντα που μου έκοψε στο δρόμο και γνωρίζοντας καλά τη λογική του σκέφτηκα πως τώρα θα δεις τι θα γίνει. Θα μου τα πει όλα.
-Η ΕΟΚ είναι μεγάλη δουλειά μπάρμπα, θα λύσουμε το πρόβλημά μας δια παντός του είπα. Πρώτα-πρώτα δεν ξανάχει δικτατορία και Παπαδόπουλους.
-Θα σου πω τι πρόβλημα θα λύσ΄τε. Αλλά θάμαι πεθαμένος, όταν θα συμβούν τέρατα και σημεία. Άκου τι θα πάθ΄τε.
Κι αρχίνησε το παραμύθι που θα σας διηγηθώ παρακάτω:
Μια βολά κι ένα καιρό, που λες ανηψέ μου, ήταν ένας Έλληνας από αυτούς που δεν είναι γραμμένοι στην Ιστορία που σας λένε οι δασκάλοι στο σκολειό, αλλά από κεινούς που τους έχουνε φκιαγμένο Τάφο π΄τονε φ΄λάνε οι τσολιάδες στο Σύνταγμα. Ο Έλληνας αυτός ήταν απ΄ το χωριό μας. Αποφάσισε π΄ λες να παντρευτεί και να πάρει γυναίκα. Ήτανε τόσο έμορφος που στο χωριό μας δεν ύπαρχε τόσο έμορφη για δαύτονε. Ήτανε τόσο προκομμένος που δεν ύπαρχε νοικοκύρ΄ς νάχει τέτοια κοπέλα με σέστο. Τι να καμ΄; Πήρε τ' άλογό τ΄ κι έφυγε και πήγε στην ξενιτιά να βρει κοπέλα π΄να πααίνει στην εμορφιά και την προκοπή τ΄. Γύρ΄σε το γλόμπο τη γης και πήγε και σε νια χώρα, π΄λες ανηψέ μ΄, που οι κοπέλες μοιάζ΄νε με αερ΄κά και είναι ντ΄μένες μ΄ένα φ΄στάνι πού ναι όπως τ΄ν αντάρα , το φεγγάρι και τον ήλιο αντάμα είχε στα β΄ζάτς, το κεφάλι της ήτανε στεφανωμένο με τα αστέρια τ΄ ουρανού ούλου και τα δάχτ΄λα τ΄ χεριώνε τ΄ς μακριά-μακριά και 'πιτήδεια. Στ΄ χώρα αυτήνη που δεν έχουνε το Θεό πό χ΄με εμείς είχανε ένα σωρό πασάδες, ντερβίσ΄δες, μπαρακτάρ΄δες και ούλο τέτοιους ανθρώπ΄ς που δε λογαριάζ΄νε τίπουτας και δεν τόχ΄νε τίπουτας να σ ΄πάρ΄νε ό,τ΄ έχεις και δεν έχεις, κι αν μάλιστα βρεθείς με καλή γυναίκα, τη θέλ΄νε δική τους να την μεταχειριστούνε αυτοίνοι πρώτα όπως θελήσουνε και αποκοντά στην δίν΄νε μεταχειρισμένη με γιομάτη κοιλιά. Μπαίνοντας στον τόπο αυτό ο δ΄κός μας ρώτησε σε ένα μοναστήρ΄ κάτ΄ καλόγριες και τούπανε πως υπάρχ΄νε καλές κοπέλες, αλλά βάρδα και μη σε δούνε αυτοίνοι οι άτιμοι που κυβερνάνε τον κοσμάκη. Κι όχι τόσο αυτοίνοι οι ίδιοι, αλλά οι υπερέτες τ΄ς πούναι χειρ-χειρότεροι.
-Καλά, είπε, γιαυτό κι εγώ έχω άλογο ογλήγορο και τ΄ς φεύγω. Κι αποκοντά έχω και πονηργιά τ΄ς αλ΄πούς και ποιος με πιάνει εμένανε κορόϊδο.
-Εγώ λέω να μη τα βάλεις μ' αυτουνούς, γιατί αυτοίνοι έχουνε ένα πράμα που ειδοποιάει ο ένας τον άλλονε και βρίσκεσαι πάντα ντεσμένος, ακόμα κι αν έχ΄ς μυαλό θερίο σα τον Μέα Νόρο.
-Τι λες ορέ. Εγώ, είπε ο δικός μας, είμαι παμπόνηρος Ξαθείτης. Θα τους γελάσω ούλους. Κάτσε και θα γ΄δεις.
-Να μην την κάνεις αυτήνη τη δουλειά, σ΄ λέω, για το καλό σ΄.
-Τι λες ωρέ. Εγώ γέλασα την Οικουμένη ούλη και το μανούρι το΄φαγα εγώ και το σπίτ΄ μου, κι έριξα στο πιάδι το φεγγάρ΄, κι έτσ΄ ούλη η κοινωνία να με περάει για χαμένονε, και δεν θα γελάσω αυτούς αυτού που δε ξέρ΄νε τι τους γένεται.
Τέλος, να μην στα πολυλογώ ανηψέ μου, ο καλός κατάφερε και τ΄ δώκανε νια κοπέλα που η εμορφιά της τύφλωνε και τ΄ διαόλου τα μάτια. Η ώρα π΄ τ΄ πήρε ήτανε στο χαλίπωμα για να μην φαίνεται η εμορφιά της απ΄ τον πολύν τον κόσμο π΄ δε την ήξερε. Τ΄ πήρε, που λες ανηψέ μου, και την πάει ευθεία στο Μοναστήρι το γυναικείο.
Εδώ θα είναι φ΄λαμένη, σκέφτηκε. Εδώ είναι ούλο γυναίκες. Δε κιντ΄νεύω τέλεια. Άσε π΄θα κάτσω ξάγρυπνος. Νια νύχτα είναι, θα περάσ΄ και τ΄ν αυγή τ΄ παίρνω και πάω.
Έτσ΄ σκέφτ΄κε ο μαύρος και έδεσε τ΄ άλογό του, πήρε το σκυλάκι τ΄ συντροφιά να φ΄λάνε αντάμα απόξου απ΄ το κελί που πλάαινε η έμορφη.
-Ώρε θα τηνε πάω ακέρια και θα τηνε μπάσω στον Αϊ Στέφανο νύφ΄ για να γιδούνε τι θα πει Παναγιωτιάς, καμάρωνε .
Περάσανε οι μεγάλες ώρες της νυχτός και μπήκανε οι μικρές. Το φεγγάρι κοροϊδευόντανε με τα σύννεφα και παίζανε το «δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς» και τα σύννεφα και το φεγγάρ΄ κοροϊδεύανε τα ΄στέρια και μια δεν τ΄ αφήνανε να φανούνε τα σύγνεφα, μια δεν τ΄ άφηνε να φανούνε το φεγγάρ΄, μια τα σύγνεφα, μια το φεγγάρ΄. Ότ΄ τελείωσε αυτό το παιγνίδ΄, λάλησ' ο κοκοτός κι έπιασε ο Θεός να ξημερώνει και ο γήλιος ετοιμαζόντανε να φέξει. Πιάνει ο καλός σου και πάει στο κελί τ΄ς σαστικιάς του, φωνάζει την ηγουμένισσα και τους λέει:
-Ακούτ΄ ορές, εγώ είμαι Ξαθείτης. Δεν είμαι κορόϊδο. Εμένα της γυναικός μου δεν θα την γκιάξουνε αλλουνού αντρός τα λ΄μπά. Φώναξε τον Παπά να μας β΄λοΐσ΄.
Η ηγουμένισσα δελόγκου παράγγειλε και δελόγκου έστειλε ο Δεσπότ΄ς παπά ξεματοχινό. Έστειλε ο άτ΄μος ο δεσπότ΄ς έναν πάπαρδο π΄τανιάρ΄, μακροπρόσωπο κι αχαμ΄νό π΄ τα γένια τ΄ ήταν σα τ΄ κοράκου, τα χείλια τ΄ πεταχτά σα τ΄ς φοραδός, τα μάτια τ΄ μπιρμπιλωτά και αντί για ράσο φόριε νια θερία κάπα από μαύρο τραΐσο μαλλί.
Κοίταξε μια το νιό μια τ΄ κοπέλα. Κι έδειχνε βιαστικός.
-Τονε θέλεις ωρή αυτόνε; της είπε κατευθείαν.
-Τονε θέλω και τονε παραθέλω ! απολοήθηκε η έμορφη.
-Σκασμός να σε φάει !! της είπε και γύρ΄σε κατά τον Παναγιωτιά και τούπε:
-Άκου ωρέ, ο Δεσπότης μ' έστειλε να δώ αν η κοπέλα είναι αμάλαγη.
-Τι λες ωρέ;
-Αυτό π΄λέω. ΄Η κοιτάω ή φεύγω, και καθάρ΄σε εσύ στο δρόμο τι θα κάμεις.
Ο Πονηρός ο Ξαθείτ΄ς εσκέφτηκε: Έμένα μ΄αρέσ΄ η κοπέλα, γιατί να τ΄ χάσω; Αν είναι, θα το μάθ΄ αυτός και το πολύ να το πει και τ΄ δεσπότ΄. Αν δεν είναι πάλε, θα το μάθ΄αυτός και το πολύ να το πει και τ΄ δεσπότ. Άρα το ίδιο κάνει, είναι δεν είναι!! Ο Δεσπότ΄ς θα το μάθ΄!! Εμένα πάντως θα ναι γυναίκα μ΄ με παπά και με κ΄μπάρα την γουμένισσα.
-Κοίτα ωρέ. Κοίτα! είπε στον παπά.
Εκειός ο π΄τανιάρ΄ς π΄ παρ΄σιάστηκε για παπάς δεν έχασε την ώρα ξεβρακώθ΄κε , ξεβράκωσε και την έμορφη και είπε στον δ΄κό μας:
-Ακου να δεις, όσια ώρα θα τηνε τετοιόζω, εσύ θα μ΄ βαστάς τα λ΄μπά και θα μ΄ τα ζυγιάζεις. Κοίτα κακομοίρ΄ μου μην κάνεις λάθος στο ζύγιασμα γιατί θα πας χαμένος.
Έτσ΄ κι έγινε.
-Πόσο ήτανε τα λ΄μπά μ΄; ρώτησε ο παπάς, όταν τελείωσε τ΄ δ΄λειά τ΄ και ζωνόντανε.
-Ήτανε δυό λίτρες σκάρσες.
-Σωστά είναι! είπε ο π΄τανιάρ΄ς ο πάπαρδος.
Από κοντά έκανε το μυστήριο χέρ΄-χέρ, καβάλησε τ΄ άλογό τ΄ κι έφυγε.
Δε πέρασε ώρα κι ο Παναγιωτιάς πήρε τη νοικοκυρά του, την ανέβασε στο άλογό του κι αυτός πεζά κινήσανε για το χωριό.
Σε όλο το δρόμο η καψερή αναστέναζε και που και που σκούπιζε και κάνα δάκρυ απ΄ τα ωραία τα μάτια τ΄ς.
Περπατήσανε, περπατήσανε και κουρασμένοι κάτσανε ύστερα από ώρα να ξαποστάσ΄νε στο νερό, απ' κάτ΄ από 'να πλάτανο. Ότ΄ έκατσε η νοικοκυρά, ετράβ΄σε τα μάγ΄λά τ΄ς και το ΄βαλε στα κλάματα και τα γοητά.
-Τι μ΄ ήβρηκε τη μαύρη, που δεν καθόμουνα στον τόπο μου. Τι τάθελα τα ξένα και άντρα απ΄ άλλο χωριό. Μπά μπόγια παπά π΄τανιάρ΄, μ΄ αυτό π΄ μόκαμες. Μπα που να μη γιδείς άσπρη μέρα στ΄ ζωή σου. Με τι μούτρα να σε κοιτάω εσένα άντρα μ΄ που την ώρα που με τέτοιοζε κ΄νιόμ΄να. Γου ντροπή που μ΄ ήβρε. Και να πεις, δεν πήρα κάναν άλλονε, επήρα και σένανε που δεν ήθελες να γκιάξουνε ... και σταμάτησε κοιτάοντας τον Παναγιωτιά χαμπλά-χαμπλά.
Κι ο καλός σ΄, βλέποντας τη θερία αγκούσα τ΄ς γυναικός του, της είπε:
-Μη στενοχωρεύεσαι γυναίκα, τον εγέλασα τον πούστ΄, τον εγέλασα! Ήτανε τρεις λίτρες κι εκατό και του΄ πα πως είναι δυό λίτρες σκάρσες.
Μόλις τελείωσε τη διήγησή του, με κοίταξε με τα μάτια του βαθειά μες την ψυχή μου να δει αν ένοιωσα το μάθημα, αν είδα την παραβολή του κι αν μπορούσα να την πω στην ώρα της, όπως τώρα καλή ώρα, κι όταν βεβαιώθηκε, χαμογέλασε και μου΄ πε:
- Παιδί μου, βάρδα μη χάσ΄με αυτά τα κοντριά. Παναγιωτιάδες ήτανε οι πλειότεροι που μας κυβερνάγανε απ΄ τον καιρό του Ομήρου και δε χαθήκαμε κι ούτε θα χαθούμε ποτές !!!
1 σχόλιο:
ΕΛΛΑΔΑ υποκλίνομαι στο μεγαλείο σου...Πολλά τα ευχαριστώ στον Hlias Tsakalos.
Δημοσίευση σχολίου