“Η νομιμότητα δεν είναι συνώνυμο ούτε της δικαιοσύνης ούτε πρωτίστως της πραγματικής δημοκρατίας” έγραψε ένας δικαστής, σε ιστοσελίδα συναδέλφου, επιχειρηματολογώντας υπέρ της νομιμότητας της "αποχής" των δικαστών από τα καθήκοντά τους.
Αδυνατώ να αποκωδικοποιήσω ............τη σκέψη ενός δικαστή που υιοθετεί το παραπάνω αξίωμα........... Και από αυτή την αδυναμία προκύπτει ένα ερώτημα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, υπαρξιακό:
«Ποιοι, τέλος πάντων, είμαστε και τι κάνουμε;».
Κατά τον ορισμό που μάς αποδίδεται (βλ. για παράδειγμα στο λεξικό της ΚΝΛ), είμαστε αυτοί που απονέμουν δικαιοσύνη.
Και τι σημαίνει απονέμω δικαιοσύνη;
Σημαίνει ότι ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, όταν έχει βλαφτεί από μια παράνομη συμπεριφορά.
Και πώς το κάνω αυτό;
Εφαρμόζοντας το νόμο. Εφαρμόζοντας, επαναλαμβάνω, το νόμο όπως τον ερμηνεύω πρωτίστως από το γράμμα του και δευτερευόντως από το πνεύμα του, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεν διαπλάθω κατά την κρίση μου το νόμο, όταν αυτός είναι σαφής και χωρίς κενά, γιατί τότε, πολύ απλά, τον παραβιάζω.
Και αν τον παραβιάζω για «καλό και δίκαιο» σκοπό;
Τότε αποσυνδέω την απονομή της δικαιοσύνης από το νόμο, που σημαίνει ότι αποσυνδέω τους όρους, με τους οποίους ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, από τους ορισμούς του νόμου και πράττω κατά την, χωρίς όρια, υποκειμενική μου κρίση για το καλό και το δίκαιο.
Και είναι κακό αυτό;
Είναι κακό αν δεν είμαι «καλός και δίκαιος» άνθρωπος. Είναι πολύ κακό γιατί αντικαθιστά τα σαφή όρια του νόμου με τα ασαφή όρια της προσωπικότητας του εφαρμοστή του. Είναι πάρα πολύ κακό γιατί αντικαθιστά την νομιμότητα με τη σκοπιμότητα.
Και όταν, εκτός από δικαστής, είμαι ταυτόχρονα και εργαζόμενος που υπερασπίζεται τα δικαιώματά του;
Εργαζόμενος είναι αυτός που μισθώνει την εργασία του στον άλλο και οφείλει να υπακούει στις εντολές και τις οδηγίες του. Αν ο εργαζόμενος, διεκδικώντας τα δικαιώματά του, παρανομήσει, ο εργοδότης του θα στραφεί στο δικαστήριο, ζητώντας να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Τότε θα κληθώ να δικάσω τον εαυτό μου.
Και τι θα αποφασίσω;
Ότι ο δικαστής που παραβιάζει το νόμο, δεν είναι δικαστής.
Αδυνατώ να αποκωδικοποιήσω ............τη σκέψη ενός δικαστή που υιοθετεί το παραπάνω αξίωμα........... Και από αυτή την αδυναμία προκύπτει ένα ερώτημα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, υπαρξιακό:
«Ποιοι, τέλος πάντων, είμαστε και τι κάνουμε;».
Κατά τον ορισμό που μάς αποδίδεται (βλ. για παράδειγμα στο λεξικό της ΚΝΛ), είμαστε αυτοί που απονέμουν δικαιοσύνη.
Και τι σημαίνει απονέμω δικαιοσύνη;
Σημαίνει ότι ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, όταν έχει βλαφτεί από μια παράνομη συμπεριφορά.
Και πώς το κάνω αυτό;
Εφαρμόζοντας το νόμο. Εφαρμόζοντας, επαναλαμβάνω, το νόμο όπως τον ερμηνεύω πρωτίστως από το γράμμα του και δευτερευόντως από το πνεύμα του, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεν διαπλάθω κατά την κρίση μου το νόμο, όταν αυτός είναι σαφής και χωρίς κενά, γιατί τότε, πολύ απλά, τον παραβιάζω.
Και αν τον παραβιάζω για «καλό και δίκαιο» σκοπό;
Τότε αποσυνδέω την απονομή της δικαιοσύνης από το νόμο, που σημαίνει ότι αποσυνδέω τους όρους, με τους οποίους ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, από τους ορισμούς του νόμου και πράττω κατά την, χωρίς όρια, υποκειμενική μου κρίση για το καλό και το δίκαιο.
Και είναι κακό αυτό;
Είναι κακό αν δεν είμαι «καλός και δίκαιος» άνθρωπος. Είναι πολύ κακό γιατί αντικαθιστά τα σαφή όρια του νόμου με τα ασαφή όρια της προσωπικότητας του εφαρμοστή του. Είναι πάρα πολύ κακό γιατί αντικαθιστά την νομιμότητα με τη σκοπιμότητα.
Και όταν, εκτός από δικαστής, είμαι ταυτόχρονα και εργαζόμενος που υπερασπίζεται τα δικαιώματά του;
Εργαζόμενος είναι αυτός που μισθώνει την εργασία του στον άλλο και οφείλει να υπακούει στις εντολές και τις οδηγίες του. Αν ο εργαζόμενος, διεκδικώντας τα δικαιώματά του, παρανομήσει, ο εργοδότης του θα στραφεί στο δικαστήριο, ζητώντας να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Τότε θα κληθώ να δικάσω τον εαυτό μου.
Και τι θα αποφασίσω;
Ότι ο δικαστής που παραβιάζει το νόμο, δεν είναι δικαστής.
Σημείωση: Άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος: Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας.
Υστερόγραφο: Η συνολική περικοπή στις αποδοχές μας μέσα στην τελευταία διετία θα φθάσει το 60%, δημιουργώντας σε πολλούς, και ιδιαίτερα σε αυτούς που υπηρετούν κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, οικονομική ασφυξία. Όμως η πραγματική αυτή κατάσταση, στην οποία σαφώς και έχουμε δικαίωμα να αντιδράσουμε, δεν δικαιολογεί την άρνηση της αποστολής μας μέσα στη συντεταγμένη πολιτεία ούτε, ακόμη χειρότερο, την παρανομία που ακυρώνει το ρόλο μας. Καλύτερα φτωχοί δικαστές, παρά καθόλου.
* Η Μαρία Χασιρτζόγλου είναι εφέτης.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=19189
* Η Μαρία Χασιρτζόγλου είναι εφέτης.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=19189
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου