ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16. Σύνταξη της Πολιτείας Άρθρο 170.
1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τα δύο Σώματα της Βουλής. Την Άνω Βουλή των
Ελλήνων και την Κάτω Βουλή των Ελλήνων της Διασποράς.
2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον
Πρωθυπουργό.
3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα Δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.
4. Η λαϊκή εξουσία, ασκείται από το Συμβούλιο της Δημοκρατίας.
Άρθρο 171.
Γενικές Αρχές.
1. Απαγορεύεται οποιαδήποτε μεταβολή στα όρια της Επικράτειας, με απόφαση, οποιοδήποτε οργάνου της Δημοκρατίας, αιρετού ή διορισμένου.
2. Δεν είναι δεκτή στην Ελληνική Επικράτεια καμία ξένη στρατιωτική δύναμη ούτε μπορεί να διαμένει σ' αυτή ή να περάσει μέσα από αυτή, παρά μόνο με Δημοψήφισμα, στο οποίο συμμετέχουν τουλάχιστον το 80% του συνόλου των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και στο οποίο ψήφισαν υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής, τα 2/3 των ψηφισάντων.
Άρθρο 172.
1. Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με Δημοψήφισμα και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.
2. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
3. Απαγορεύεται ρητά σε οποιοδήποτε σώμα, εκτελεστικής ή νομοθετικής Διοίκησης να προβεί, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδος.
Άρθρο 173.
Πολιτικοί Φορείς.
1. Έλληνες Πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικούς φορείς, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
2. Οι πολιτικοί φορείς απαγορεύεται να ενισχύονται οικονομικά από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες.
3. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικά την οικονομική διαχείριση των Πολιτικών Φορέων, των βουλευτών, των υποψήφιων βουλευτών και των υποψηφίων στην τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών.
4. Με νόμο επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου.
5. Ο έλεγχος των εκλογικών δαπανών των Πολιτικών Φορέων και των υποψήφιων βουλευτών διενεργείται από ειδικό όργανο που συγκροτείται με ευθύνη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, το οποίο και υποβάλλει τον σχετικό νόμο για έγκριση στην Βουλή των Ελλήνων.
6. Απαγορεύονται απολύτως με ποινή απόταξης, οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά Πολιτικού Φορέα στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας.
7. Απαγορεύονται απολύτως με ποινή απόταξης, οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά Πολιτικού Φορέα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους υπαλλήλους του Δημοσίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων η διοίκηση των οποίων ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ανάδειξη του Προέδρου Άρθρο 174.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του Πολιτεύματος και ο Ανώτατος Πολιτειακός Παράγοντας της Δημοκρατίας. Εκλέγεται κατευθείαν από τον ελληνικό Λαό για πενταετή περίοδο.
2. Το αξίωμα του Προέδρου είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.
3. Η προεδρική περίοδος αρχίζει από την ορκωμοσία του Προέδρου.
4. Σε περίπτωση πολέμου, η προεδρική θητεία παρατείνεται έως τη λήξη του.
5. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μία φορά μόνο.
Άρθρο 175.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί όποιος είναι Έλληνας Πολίτης, έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, έχει από πατέρα και μητέρα ελληνική καταγωγή, έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.
Άρθρο 176.
1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται με μυστική-καθολική ψηφοφορία από τον ελληνικό Λαό, έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας.
2. Σε περίπτωση οριστικής αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκπληρώσει τα καθήκοντα του, καθώς επίσης και σε περίπτωση που ο Πρόεδρος παραιτηθεί, πεθάνει ή κηρυχθεί έκπτωτος κατά τις διατάξεις του Συντάγματος, αναπληρώνεται αμέσως από τον επιλαχόντα στις εκλογές για την ανάδειξη του.
3. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται σε κάθε περίπτωση για πλήρη θητεία.
4. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία του
50+1% του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων των ψηφισάντων ανά την Επικράτεια.
5. Αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται την επόμενη Κυριακή, μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων.
6. Ο εκλεγόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνει την άσκηση των καθηκόντων του από την επομένη της ημέρας που έληξε η θητεία του απερχόμενου Προέδρου.
7. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του, δίνει ενώπιον της Βουλής τον ακόλουθο όρκο:
«Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδος να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους Νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Χώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού Λαού».
8. Η χορηγία του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του μισθού του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Άρθρο 177.
1. Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες, αν πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, τον αναπληρώνει προσωρινά ο Πρόεδρος της Βουλής. Αν δεν υπάρχει Βουλή, ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής και, αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, ο Συνήγορος του Λαού.
2. Αν η αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται πέρα από τριάντα ημέρες, αναπληρώνεται αμέσως από τον επιλαχόντα υποψήφιο, στις εκλογές για την ανάδειξη του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18.
Εξουσίες και ευθύνη από τις πράξεις του Προέδρου
Άρθρο 178.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.
2. Αποφασίζει για την κήρυξη πολέμου, κατάσταση έκτακτης ανάγκης της χώρας και την διακοπή των εχθροπραξιών, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας, οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και τις ανακοινώνει στη Βουλή των Ελλήνων με τις αναγκαίες διασαφήσεις και εκπροσωπεί τη χώρα διεθνώς.
3. Οι πράξεις του Πρωθυπουργού, δεν ισχύουν ούτε εκτελούνται, χωρίς την υπογραφή του
Προέδρου της Δημοκρατίας.
4. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας:
α) Παύει τον Πρωθυπουργό της χώρας, με προϋπόθεση τη σύμφωνη γνώμη των τριών τετάρτων του συνολικού αριθμού της Βουλής των Ελλήνων. (150 ψήφοι).
β) Παύει τον Πρωθυπουργό της χώρας, με προϋπόθεση την ανάκλησή του από τον Λαό, μετά από απόφαση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, μέσα από τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 88, παράγραφος 1, παράγραφος 1 παράγραφος 1, του παρόντος Συντάγματος.
γ) Αποφασίζει για τη διάλυση της Βουλής, με το πέρας της πλήρους θητείας της. δ) Διορίζει τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελληνικής Δημοκρατίας.
ε) Κηρύσσει δημοψηφίσματα βάσει των άρθρων όταν ισχύουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από το παρόν Σύνταγμα.
ζ) Αποφασίζει το διορισμό του προσωπικού των υπηρεσιών της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Άρθρο 179.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά τον Πρωθυπουργό, εάν αυτός ανακληθεί βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 1 του παρόντος Συντάγματος.
Άρθρο 180.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί τη Βουλή τακτικά μία φορά κάθε χρόνο, και εκτάκτως κάθε φορά που το κρίνει εύλογο. Κηρύσσει αυτοπροσώπως ή δια του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, την έναρξη και τη λήξη κάθε βουλευτικής περιόδου.
Άρθρο 181.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους Νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής.
2. Πρόταση νόμου ή νομοσχέδιο που έχει αναπεμφθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Άνω Βουλή των Ελλήνων ή στην Κάτω Βουλή των Ελλήνων της Διασποράς κατά περίπτωση και κατά αρμοδιότητα, εισάγεται στην Ολομέλειά της και, αν επιψηφιστεί και πάλι με τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των βουλευτών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το εκδίδει και το δημοσιεύει υποχρεωτικά μέσα σε δέκα ημέρες από την επιψήφισή του.
Άρθρο 182.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανέναν από την εκτέλεση τους.
2. Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα Όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
Άρθρο 183.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μπορεί να διατάσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Χαρακτηρίζονται ρητά ως τέτοιες οι καταστάσεις κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, φυσικής ή οικολογικής τάξης, που βλάπτουν σοβαρά την ασφάλεια του Έθνους, των θεσμών και των πολιτών, για την οποία αποδεικνύονται ανεπαρκείς οι εξουσίες, τις οποίες διαθέτουν για την αντιμετώπιση τέτοιων γεγονότων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορούν να περιορίζονται προσωρινά οι εγγυήσεις που καθιερώνονται στο παρόν Σύνταγμα, εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο δικαίωμα στη ζωή, στην απαγόρευση απομόνωσης ή βασανιστηρίων, στο
δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, στο δικαίωμα στην πληροφόρηση και στα λοιπά απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα.
2. Μπορεί να κηρυχθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατάσταση πολιορκίας, όταν προκαλούνται καταστροφές, δημόσιες συμφορές ή άλλα συναφή γεγονότα, που θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια του Έθνους ή εκείνη των πολιτών. Η προαναφερθείσα κατάσταση έκτακτης ανάγκης διαρκεί μέχρι τριάντα ημέρες, έχοντας τη δυνατότητα να παραταθεί για τριάντα ακόμα ημέρες.
3. Μπορεί να κηρυχθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης, όταν προκύπτουν έκτακτες οικονομικές καταστάσεις που βλάπτουν σοβαρά την οικονομική ζωή του Έθνους. Η διάρκεια της είναι μέχρι εξήντα ημέρες, και μπορεί να παραταθεί για ένα ίσο χρονικό διάστημα.
4. Μπορεί να κηρυχθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατάσταση εσωτερικής ή εξωτερικής αναταραχής σε περίπτωση εσωτερικής ή εξωτερικής σύγκρουσης, που θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια του Έθνους, των πολιτών ή των θεσμών του. Επεκτείνεται για ενενήντα ημέρες, έχοντας τη δυνατότητα να παραταθεί για ενενήντα ακόμα ημέρες.
5. Η έγκριση της παράτασης των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης ανήκει στην Βουλή των
Ελλήνων.
6. Το Διάταγμα που κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στο οποίο ρυθμίζεται η άσκηση του δικαιώματος του οποίου η εγγύηση περιορίζεται, παρουσιάζεται, μέσα στις οκτώ ημέρες κατόπιν της έκδοσης του, στην Βουλή των Ελλήνων για τη μελέτη και την έγκριση του, και στο Συνταγματικό Δικαστήριο, για να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα του.
7. Το Διάταγμα πρέπει να τηρεί τις απαιτήσεις, τις αρχές και τις εγγυήσεις που θεσπίζονται από τη Διεθνή Συνθήκη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
8. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αιτείται την παράταση του Διατάγματος Κήρυξης Έκτακτης Ανάγκης για ένα ίσο χρονικό διάστημα και μπορεί να ανακαλείται από την Βουλή των Ελλήνων, πριν την σημειωθείσα προθεσμία αν παυτούν οι αιτίες που το προκάλεσαν.
9. Η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης δε διακόπτει τη λειτουργία των οργάνων του Πρωθυπουργού, ούτε τη λειτουργία της Βουλής των Ελλήνων, ούτε τη λειτουργία όλων των αιρετών οργάνων της Δημοκρατίας.
10. Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής. Οι πράξεις αυτές υπόκεινται στην έγκριση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να κρίνει την συνταγματικότητά τους, στο ίδιο χρονικό διάστημα των σαράντα ημερών από την έκδοση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου.
11. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα Δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά.
12. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις
Δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο.
13. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να απευθύνει προς το Λαό διαγγέλματα.
Άρθρο 184.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας.
Άρθρο 185.
2. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απονέμει τα προβλεπόμενα παράσημα.
Άρθρο 186.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, ύστερα από πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χαρίτων που συγκροτείται από τακτικούς Δικαστές οι οποίοι ορίζονται από το Συμβούλιο της Δημοκρατίας, να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα Δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί.
Άρθρο 187.
1. Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με απόφασή του, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού, θέτει σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας.
2. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημοσιεύει την σχετική απόφαση της Άνω Βουλής των
Ελλήνων.
3. Με την απόφαση της Άνω Βουλής των Ελλήνων ορίζεται η διάρκεια ισχύος των επιβαλλόμενων μέτρων, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις δεκαπέντε ημέρες.
4. Σε περίπτωση απουσίας της Άνω Βουλής των Ελλήνων ή αν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία να συγκληθεί εγκαίρως, τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνονται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το διάταγμα υποβάλλεται από την Κυβέρνηση στην Άνω Βουλή των Ελλήνων για έγκριση μόλις καταστεί δυνατή η σύγκληση της, ακόμη και αν έληξε η βουλευτική περίοδος ή η Άνω Βουλή των Ελλήνων έχει διαλυθεί, και πάντως μέσα σε δεκαπέντε ημέρες το αργότερο.
5. Η διάρκεια των κατά τις προηγούμενες παραγράφους μέτρων μπορεί να παρατείνεται ανά δεκαπενθήμερο μόνο με προηγούμενη απόφαση της Άνω Βουλής των Ελλήνων, η οποία συγκαλείται ακόμη και αν έχει λήξει η βουλευτική περίοδος ή η Άνω Βουλή των Ελλήνων, έχει διαλυθεί.
6. Τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους μέτρα αίρονται αυτοδικαίως με τη λήξη των προθεσμιών που προβλέπονται στο παρόν Σύνταγμα, δεν παρατείνονται με απόφαση της Άνω Βουλής των Ελλήνων, και σε κάθε περίπτωση με τη λήξη του πολέμου, εφόσον είχαν επιβληθεί εξαιτίας πολέμου.
7. Αφότου αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα των προηγούμενων παραγράφων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αυτοβούλως ή ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού, μπορεί να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για να αντιμετωπιστούν επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί ταχύτερα η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών.
8. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται για κύρωση στην Άνω Βουλή των Ελλήνων μέσα σε δεκα- πέντε ημέρες από τη σύγκλησή της σε σύνοδο και παύουν να ισχύουν στο εξής, αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις παραπάνω προθεσμίες ή δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου υποβλήθηκαν.
9. Οι ως άνω αποφάσεις της Άνω Βουλής των Ελλήνων λαμβάνονται με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή αποφασίζει σε μία μόνο συνεδρίαση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19.
Ειδικές ευθύνες του Προέδρου της Δημοκρατίας
Άρθρο 188.
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευθύνεται οπωσδήποτε για πράξεις που έχει ενεργήσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, για έσχατη προδοσία, παράβαση καθήκοντος, απιστία κατά την υπηρεσία, διασπάθιση δημοσίου χρήματος ή παραβίαση του Συντάγματος. Για πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, εκτός των ποινικών αδικημάτων, η δίωξη αναστέλλεται εωσότου λήξει η προεδρική θητεία.
2. Το αρμόδιο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνουν και αποφασίζουν κατά περίπτωση για τις πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε αυτοδικαίως και αυτεπαγγέλτως, ή μετά από ποινική δίωξη την οποία ασκεί ο Αιρετός Γενικός Εισαγγελέας.
10. Η πρόταση για κατηγορία και παραπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας σε δίκη μπορεί να γίνει μετά από Δημοψήφισμα, με μυστική-καθολική ανά την επικράτεια ψηφοφορία, το οποίο μπορεί να προκαλέσει με συλλογή υπογραφών, το 10% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων της Επικράτειας και από τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 89 του παρόντος Συντάγματος.
3. Η πρόταση για κατηγορία και παραπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας σε δίκη μπορεί να γίνει από την Βουλή υπογραμμένη από το ένα τρίτο τουλάχιστον των μελών της και γίνεται αποδεκτή με απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών της.
4. Αν η πρόταση γίνει αποδεκτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραπέμπεται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, για παραβίαση του Συντάγματος στον Άρειο Πάγο για ποινικά αδικήματα και το Συμβούλιο της Επικρατείας για βλάβη στο Δημόσιο, κατά περίπτωση αδικήματος.
5. Αφότου παραπεμφθεί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέχει από την άσκηση των καθηκό- ντων του και αναπληρώνεται, από τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και αναλαμβάνει πάλι τα καθήκοντά του, αφότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ο Άρειος Πάγος ή το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά περίπτωση, εκδώσουν απαλλακτική απόφαση, εφόσον δεν εξαντλήθηκε η θητεία του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20.
Βουλή των Ελλήνων. Άρθρο 189.
Η Βουλή των Ελλήνων, συγκροτείται από δύο Σώματα: Την Άνω Βουλή των Ελλήνων και την
Κάτω Βουλή των Ελλήνων της Διασποράς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21.
Άνω Βουλή των Ελλήνων.
Ανάδειξη και συγκρότηση της Άνω Βουλής των Ελλήνων. Άρθρο 190
1. Ο αριθμός των βουλευτών της Άνω Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται στους 100.
2. Οι Βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος και τον γεωγραφικό χώρο που περικλείεται από τα σύνορα της ελληνικής Επικράτειας.
3. Οι Βουλευτές εκλέγονται με άμεση, μυστική-καθολική ψηφοφορία από τους Πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα.
4. Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια.
5. Οι βουλευτικές εκλογές γίνονται κατά εκλογική περιφέρεια, σε ενιαίο ψηφοδέλτιο, στο οποίο συμμετέχουν ελεύθερα και χωρίς καμία υποχρέωση, όλοι οι Έλληνες Πολίτες.
6. Τα ονόματα των υποψηφίων Βουλευτών, αναγράφονται στο ενιαίο ψηφοδέλτιο της εκλογικής τους περιφέρειας, κατά απόλυτη αλφαβητική σειρά.
7. Οι εκλεγόμενοι Βουλευτές, αντιστοιχούν στο ποσοστό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων της κάθε εκλογικής περιφέρειας. Το εκλογικό μέτρο εκλογής Βουλευτή, καθορίζεται από το πηλίκο που προκύπτει από την διαίρεση του συνολικού αριθμού των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ανά την επικράτεια, με τον αριθμό 100, που είναι το σύνολο των Βουλευτών της Άνω Βουλής των Ελλήνων.
7. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος για την Άνω Βουλή των Ελλήνων, είναι υποχρεωτική.
Άρθρο 191.
Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.
Άρθρο 192.
1. Οι Βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών. Μόλις λήξει η βουλευτική περίοδος, με Προεδρικό Διάταγμα, που προσυπογράφεται από την Άνω Βουλή των Ελλήνων, διατάσσεται η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες και η σύγκληση της νέας Βουλής σε τακτική σύνοδο μέσα σε άλλες τριάντα ημέρες από αυτές.
2. Σε περίπτωση οριστικής αδυναμίας του Βουλευτή να εκπληρώσει τα καθήκοντα του, καθώς επίσης και σε περίπτωση που ο Βουλευτής παραιτηθεί, πεθάνει ή κηρυχθεί έκπτωτος κατά τις διατάξεις του παρόντος Συντάγματος, αναπληρώνεται αμέσως από τον επιλαχόντα της εκλογικής του περιφέρειεας, στις εκλογές για την ανάδειξη του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22.
Κωλύματα και ασυμβίβαστα των βουλευτών
Άρθρο 193.
1. Για να εκλεγεί κανείς Βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας Πολίτης, να έχει μητέρα και πατέρα Έλληνες Πολίτες, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής.
2. Βουλευτής ο οποίος εξελέγη και στερείται ένα από τα προσόντα της προηγούμενης παράγραφου, εκπίπτει αυτοδικαίως από το βουλευτικό αξίωμα.
Άρθρο 194.
1. Έμμισθοι Δημόσιοι Λειτουργοί και υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του Δημοσίου, υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, υπάλληλοι Οργανισμών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αιρετά μονοπρόσωπα Όργανα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος ή επιχειρήσεων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν μπορούν να ανακηρυχτούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν Βουλευτές.
2. Τα αιρετά μονοπρόσωπα Όργανα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχτούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν Βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν, ακόμη και αν παραιτηθούν.
3. Τα καθήκοντα του Βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία:
α) Αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα.
β) Απολαμβάνει ειδικών προνομίων.
γ) Κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας.
δ) Ασκεί κατά παραχώρηση Δημόσια Υπηρεσία ή Δημόσια Επιχείρηση ή Επιχείρηση Κοινής
Ωφέλειας.
ε) Μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23.
Καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών
Άρθρο 195.
1. Οι Βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντα τους δίνουν στο Βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο:
«Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας, Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους Νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντα μου».
2. Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι Βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο σύμφωνα με τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος.
3. Βουλευτές που ανακηρύσσονται όταν απουσιάζουν από την Άνω Βουλή των Ελλήνων δίνουν τον όρκο στο Τμήμα της που λειτουργεί.
4. Οι Βουλευτές, απαγορεύεται ρητά να συμμετέχουν στην Κυβέρνηση και σε κάθε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας η δικαστικής εξουσίας, στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών.
Άρθρο 196.
1. Οι Βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση.
2. Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του Βουλευτή, συντελείται μόλις ο Βουλευτής υποβάλει γραπτή δήλωση στον Πρόεδρο της Άνω Βουλής των Ελλήνων και δεν ανακαλείται.
Άρθρο 197.
1. Ο Βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
3. Ο Βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ' αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε.
Άρθρο 198.
Ειδικές ευθύνες του Βουλευτή της Άνω Βουλής των Ελλήνων.
1. Ο Βουλευτής ευθύνεται οπωσδήποτε για πράξεις που έχει ενεργήσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, για έσχατη προδοσία ή παραβίαση, του Συντάγματος, για παράβαση καθήκοντος και για κάθε ποινικό αδίκημα το οποίο τέλεσε κατά την υπηρεσία του.
3. Τα Ορκωτά Δικαστήρια Δευτέρου Βαθμού σε πρώτο βαθμό και τα αρμόδια Ανώτατα Δικαστήρια, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε δεύτερο βαθμό, κρίνουν και αποφασίζουν για τις πράξεις του Βουλευτή, μετά από αναφορά την οποία υποβάλλει, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ή οποιοσδήποτε από τους Αιρετούς Εισαγγελείς των Εφετειακών Περιφερειών των Νομών της Χώρας.
4. Η πρόταση για κατηγορία και παραπομπή του Βουλευτή σε δίκη μπορεί να γίνει και μετά από Δημοψήφισμα, με ψηφοφορία των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων της περιφέρειας η οποία τον εξέλεξε, την οποίο μπορεί να προκαλέσει με συλλογή υπογραφών, το 10% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων του περιφέρειας η οποία τον εξέλεξε και από τις διαδικασίες που ορίζονται στα άρθρα 88 και 89 του παρόντος Συντάγματος.
5. Αφότου παραπεμφθεί, ο Βουλευτής απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του.
6. Οι Βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση, το ύψος της οποίας αντιστοιχεί στο μισθό του Εφέτη Δικαστή.
7. Η Άνω Βουλή των Ελλήνων, μεριμνά για τις δαπάνες εγκατοίκησης, διατροφής, γραμματειακής υποστήριξης, τηλεφωνικής και συγκοινωνιακής δαπάνης και χώρου γραφείων στην έδρα του στην ελληνική περιφέρεια και στην Αθήνα.
8. Αν Βουλευτής απουσιάσει αδικαιολόγητα σε περισσότερες από πέντε συνεδριάσεις το μήνα, εκπίπτει της θέσης του και αναπληρώνεται αμέσως από τον επιλαχόντα υποψήφιο της εκλογικής του περιφέρειας, στις εκλογές για την ανάδειξη του.
9. Οι Βουλευτές δηλώνουν κατά την είσοδό τους στη Άνω Βουλή των Ελλήνων, όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία και τα περιουσιακά στοιχεία των συγγενών τους, μέχρι 2ου βαθμού συγγένειας.
10. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιουσιακών τους στοιχείων, ή των περιουσιακών στοιχείων των συγγενών τους, μέχρι 2ου βαθμού, πρέπει να δηλώνεται άμεσα στη Άνω Βουλή των Ελλήνων, με πλήρη και αιτιολογημένη αναφορά.
11. Οποιαδήποτε παράλειψη δήλωσης μεταβολής των περιουσιακών στοιχείων του Βουλευτή και των περιουσιακών στοιχείων των συγγενών τους μέχρι του 2ου βαθμού συγγένειας, πλήρως αιτιολογημένη, αποτελεί αιτία άμεσης έκπτωσης από τη θέση του.
12. Η Άνω Βουλή των Ελλήνων, αναλαμβάνει την κάλυψη των συνταξιοδοτικών εισφορών του Βουλευτή στο ασφαλιστικό του Ταμείο, από την ορκωμοσία του και την ανάληψη των καθηκόντων του.
13. Με το πέρας της θητείας του Βουλευτή, αυτός επανέρχεται στο ασφαλιστικό Ταμείο το οποίο είχε πριν την ορκωμοσία και την ανάληψη των καθηκόντων του.
14. Καμία περαιτέρω ειδικού τύπου συνταξιοδότηση η αποζημίωση ή εφάπαξ δεν υφίσταται πέραν του ασφαλιστικού Ταμείου ενός εκάστου των βουλευτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου